- ομαίμων
- ὁμαίμων, -ον (Α)1. ο όμαιμος2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, -έρα, -ερονο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ* εἴτ' ἀδελφῆς, εἰθ' ὁμαιμονεστέρα τοῡ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.)3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν ὁμαίμονες», Αισχύλ.)4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὁμαίμωναδελφός, αδελφή5. προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τής εξ αίματος συγγένειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -αίμων (< αἷμα), πρβλ. πολυ-αίμων].
Dictionary of Greek. 2013.